- βουνοειδής
- βουνοειδήςhill-likemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βουνοειδής — βουνοειδής, ές (Α) όμοιος με βουνό … Dictionary of Greek
βουνοειδῆ — βουνοειδής hill like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βουνοειδής hill like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βουνοειδής hill like masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουνοειδεῖς — βουνοειδής hill like masc/fem acc pl βουνοειδής hill like masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουνοειδές — βουνοειδής hill like masc/fem voc sg βουνοειδής hill like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουνοειδέσιν — βουνοειδής hill like masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
βουνό — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 7 κάτ.) των Κυθήρων. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 251 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek
βουνώδης — βουνώδης, ες (Α) [βουνός] βουνοειδής, ορεινός … Dictionary of Greek